απασβολώ

απασβολώ
ἀπασβολῶ (όω) (Μ)
βλ. αποσβολώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αποσβολώνω — (Μ ἀπασβολῶ, όω) κάνω κάποιον να σωπάσει από κατάπληξη ή ντροπή μσν. μαυρίζω κάτι με ασβόλη, καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απασβολώνω < απ(ο) * + ασβολώνω (< αρχ. ασβολώ*) «προξενώ σε κάποιον αναστάτωση με αιφνιδιαστική είδηση ή ενέργεια, προσβάλλω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”